ἐξοδικά

ἐξοδικά
ἐξοδικός
belonging to departure
neut nom/voc/acc pl
ἐξοδικά̱ , ἐξοδικός
belonging to departure
fem nom/voc/acc dual
ἐξοδικά̱ , ἐξοδικός
belonging to departure
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξοδικάς — ἐξοδικά̱ς , ἐξοδικός belonging to departure fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοδικός — ή, ό (AM ἐξοδικός, ή, όν) [έξοδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο («εξοδικός σωλήνας») αρχ. 1. διεξοδικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξοδικά ή τὰ ἐξόδια κωμικές παραστάσεις που παρωδούσαν σκηνές τού δράματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”